σιναπηρός

σιναπηρός
-ά, -όν, Α
καρυκευμένος με σκόνη από σπόρους σιναπιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίναπι «είδος φυτού» + κατάλ. -ηρός (πρβλ. αἱματ-ηρός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”